- αλληλοδιδακτικός
- -ή, -όο σχετικός με την αμοιβαία διδασκαλία ή αυτός που επιτυγχάνεται με αυτήναλληλοδιδακτικό σχολείοτο σχολείο όπου εφαρμόζεται η αλληλοδιδακτική μέθοδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο-* + διδακτικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλληλοδιδακτικός — ή, ό αυτός που γίνεται με αμοιβαία διδασκαλία: Η αλληλοδιδακτική μέθοδος (σ αυτήν οι μαθητές των ανώτερων τάξεων διδάσκουν τους μαθητές των κατώτερων κι οι καλύτεροι μαθητές τους αδύνατους) εφαρμόστηκε και στην Ελλάδα τα πρώτα μετά την επανάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… … Dictionary of Greek